- σακελίζω
- σακελίζωpres subj act 1st sgσακελίζωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σακελίζω — και σακκελίζω ΝΜΑ [σακ(κ)ελ(λ)ιον] στραγγίζω, σουρώνω νεοελλ. (κυρίως) στραγγίζω τα μακαρόνια ή άλλα ζυμαρικά στο σουρωτήρι … Dictionary of Greek
σακελίζομεν — σακελίζω pres ind act 1st pl σακελίζω imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακέλισμα — τὸ, ΜΑ [σακελίζω] ηθμός, στραγγιστήρι … Dictionary of Greek
σακελιστήριον — τὸ, Μ ηθμός, σουρωτήρι, στραγγιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακελίζω «στραγγίζω» + επίθημα τήριον (πρβλ. βασανισ τήριον)] … Dictionary of Greek
σακκελίζω — ΝΜΑ βλ. σακελίζω … Dictionary of Greek